κορθυς

κορθυς
    κόρθυς
    κόρθῠς
    -υος ἥ куча, груда
    

τᾶς κόρθυος ἁ τομά Theocr. — ряд сжатых колосьев


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κορθυς" в других словарях:

  • κόρθυς — κόρθυς, υος, ἡ (Α) σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα *kordhu τής ΙΕ ρίζας *kerdho «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • κόρθυς — heap fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρθυας — κόρθυς heap fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρθυος — κόρθυς heap fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορθύνω — και κορθύω (Α) [κόρθυς] 1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά 2. αυξάνω («Ζεὺς δ , ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • κορθύω — (Α) [κόρθυς] κορθύνω*, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω …   Dictionary of Greek

  • k̂erdho-, k̂erdhā —     k̂erdho , k̂erdhā     English meaning: troop, line     Deutsche Übersetzung: “Reihe, Herde”     Material: O.Ind. sárdha m., sardhas n. “herd, troop, multitude, crowd”, Av. sarǝδa , O.Pers. ϑard “kind of, Gattung”; Gk. κόρθυς “heap”, κορθύομαι …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»